Κνίδωση

Ο όρος κνίδωση προέρχεται απο τον ιπποκρατικό όρο “κνίδα” και σημαίνει την παρουσία εξανθήματος που έχει  φαγούρα και θυμίζει το εξάνθημα που προκύπτει κατα την επαφή μας με το φυτό τσουκνίδα.Είναι μια πολύ συχνή πάθηση ενώ μπορεί να αποτελέσει και το αρχικό σύμπτωμα απο πιο σοβαρές καταστάσεις όπως η αναφυλαξία.

Ένα εξανθημα το αποκαλούμε “κνιδωτικό” , όταν εμφανίζει τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: ερυθρότητα(κοκκινίλα), φαγούρα και είναι ανάγλυφο στην υφή.Έχει μεγάλη σημασία ο χρόνος έναρξης αυτού όπως και η διάρκεια.

Σχεδόν 1 στους 4 ανθρώπους, θα παρουσιάσει μια φορά στη ζωή του κνίδωση και είναι απο τις καταστάσεις εκείνες που θα οδηγήσει κάποιον σε τμήμα επειγόντων περιστατικών νοσοκομείου ή κέντρου υγείας.

Η κνίδωση, σα ξεχωριστό νόσημα μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια και αυτό εξαρτάται απο ένα και μόνο πράμα: τη διάρκεια του νοσήματος.Έτσι στις οξείες κνιδώσεις που αποτελούν και τη μερίδα του λέοντος συγκαταλέγονται πρόσφατες λοιμώξεις ή αλλεργικές καταστάσεις όπως τροφική και φαρμακευτική αλλεργία. Ενώ η χρόνια κνίδωση που είναι η κνίδωση που διαρκεί πέραν των έξι εβδομάδων-παρουσιάζοντας αυξημένο ενδιαφέρον τα τελευταία έτη στη διεθνή βιβλιογραφία-αποτελεί ένα σύγχρονο νόσημα με πολλές δυνατότητες θεραπευτικής επιλογής. Η χρόνια κνίδωση ταξινομείται σε δύο μεγάλες κατηγοριες: την αυθόρμητη χρόνια κνίδωση και τις φυσικές κνιδώσεις.

Η αυθόρμητη χρόνια κνίδωση μπορεί να έχει αυτοάνοσο ή όχι χαρακτήρα, ενώ οι φυσικές κνιδώσεις μπορεί να οφείλονται σε φυσικούς παράγοντες όπως το κρύο, η ζέστη, η παρατεταμένη επαφή, το νερό , η ηλιακή ακτινοβολία και η δόνηση.

Ο αλλεργιολόγος έχει  τη δυνατότητα διαγνωστικής διερεύνησης με κατάλληλα τεστ και την επακόλουθη εξατομικευμένη θεραπεία.

Εν κατακλείδι, η κνίδωση εφόσον δεν αποτελεί σύμπτωμα αναφυλαξίας, είναι ένα νόσημα μη απειλητικό για τη ζωή αλλά με μεγάλη επίπτωση στην ποιότητα ζωής των ασθενών με ποικίλες κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις. Η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή θεραπεία προσφέρει μια φυσιολογική ποιότητα ζωής μειώνοντας τις δυσάρεστες επιτπωσεις.