Πολλά δημοσιεύματα και πλήθος αναλύσεων έχουν πραγματαποιηθεί τα τελευταία έτη όσον αφορά την επίπτωση στο περιβάλλον που έχει η ανθρώπινη δραστηριότητα.
Όσον αφορά την γυρεοφορία και την επακόλουθη αναπνευστική αλλεργία, φαίνεται πως θα επηρεαστεί και αυτή από την αλλαγή των περιβαλλοντικών συνθηκών.
Η κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει ενδεχομένως σε υψηλότερες συγκεντρώσεις γύρης και σε μεγαλύτερη διάρκειας εποχές γύρης, αυξάνονατς τον επιπολασμό σε ασθενείς με αναπνευστική αλλεργία.
Η γύρη είναι ένα αερομεταφερόμενο αλλεργιογόνο που μπορεί να επηρεάσει την υγεία μας. Οι γυρεόκοκκοι είναι μικροσκοπικοί «σπόροι» διασκορπισμένοι από ανθοφόρα φυτά, δέντρα, γρασίδια και ζιζάνια. Η ποσότητα και ο τύπος της γύρης στον αέρα εξαρτάται από την εποχή και τη γεωγραφική περιοχή. Αν και ο αριθμός γύρης είναι συνήθως υψηλότερος κατά τη διάρκεια των θερμότερων εποχών, ορισμένα φυτά επικονιάζουν όλο το χρόνο και προκαλούν ολοετή συμπτωματολογία αλλεργίας αναπνευστικού.
Η κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει ενδεχομένως σε μεταβολές στα μοτίβα υετού, περισσότερες ημέρες χωρίς παγετό, θερμότερες εποχές και περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα.
Η αύξηση της θερμοκρασίας και του CO2 επηρεάζουν τη γυρεοφορία και κατ’επέκταση την αλλεργιογονικότητα
Αυτές οι αλλαγές μπορούν να επηρεάσουν:
- την έναρξη, τη διάρκεια και το τέλος της γυρεοφορίας σε ετήσια κλίμακα,
- την ποσότητα γυρεοκόκκων και την εναέρια παραμονή τους,
- τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει την υγεία,
- σε πόση γύρη είμαστε εκτεθειμένοι και
- τον κίνδυνο εμφάνισης συμπτωμάτων αλλεργίας.
Η έκθεση στη γύρη μπορεί να προκαλέσει διάφορες αλλεργικές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων συμπτωμάτων αλλεργίας αναπνευστικού όπως η ρινική συμφόρηση, η καταρροή και ο βήχας. Η αλλεργική ρινίτιδα, εμφανίζεται όταν αλλεργιογόνα όπως η γύρη εισέρχονται στο σώμα σας και το ανοσοποιητικό σας σύστημα τα αναγνωρίζει εσφαλμένα ως απειλή. Εάν έχετε αλλεργική ρινίτιδα, το σώμα σας στη συνέχεια αποκρίνεται στο αλλεργιογόνο σα να είναι εχθρός (λ.χ.μικρόβιο ή ιός), απελευθερώνοντας χημικές ουσίες που προκαλούν συμπτώματα στη μύτη σας. Τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας μπορεί να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια ορισμένων εποχών(εποχική αλλεργική ρινίτιδα) ή καθ 'όλη τη διάρκεια του έτους(ολοετής αλλεργική ρινίτιδα), ανάλογα με το αλλεργιογόνο επηρεάζοντας έως και 40% του γενικού πληθυσμού. Τα συμπτώματα από την αλλεργική ρινίτιδα περιλαμβάνουν κνησμό(φαγούρα) μύτης/ουρανίσκου, πταρμούς(φτάρνισμα), καταρροή και συμφόρηση(μπούκωμα).
Περισσότερη ατμοσφαιρική ρύπανση περισσότερη πιθανότητα εμφάνισης αλλεργικών συμπτωμάτων
Η έκθεση στη γύρη μπορεί επίσης να προκαλέσει συμπτώματα αλλεργικής επιπεφυκίτιδας. Η αλλεργική επιπεφυκίτιδα είναι η φλεγμονή ενός χιτώνα του ματιού (επιπεφυκότα) λόγω της έκθεσης σε αλλεργιογόνα όπως αυτά της γύρης. Η αλλεργική επιπεφυκίτιδα βρίσκεται στο 30% του γενικού πληθυσμού και σε 7 στους 10 ασθενείς με αλλεργική ρινίτιδα. Τα συμπτώματα από την αλλεργική επιπεφυκίτιδα περιλαμβάνουν κόκκινα/υδαρή μάτια ή/και φαγούρα.
Άτομα με αναπνευστικές ασθένειες όπως το άσθμα μπορεί να είναι πιο ευαίσθητα στη γύρη. Η έκθεση στη γύρη έχει συνδεθεί με παροξύνσεις άσθματος με συνέπεια τις αυξανόμενες εισαγωγές στα νοσοκομεία. Τα ιατρικά έξοδα που συνδέονται με τη γύρη ξεπερνούν τα 3 δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο, με σχεδόν το ήμισυ αυτών των δαπανών να συνδέονται με συνταγογραφούμενα φάρμακα. Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις γύρης και οι μακρύτερης διάρκειας εποχές γύρης μπορούν επίσης να σας κάνουν πιο ευαίσθητους στα αλλεργιογόνα. Αυτό μπορεί να προκαλέσει εξάρσεις άσθματος σε άτομα με άσθμα και να χαθούν μέρες εργασίας ή σχολείου.
Αυξημένα επεισόδια άσθματος απο καταιγίδα αναμένονται τα επόμενα χρόνια αν δε λάβουμε δραστικά μέτρα έναντι της κλιματικής αλλαγής.
Οι ακραίες βροχοπτώσεις και οι αυξανόμενες θερμοκρασίες μπορούν επίσης να επηρεάσουν την ποιότητα αέρα εσωτερικού χώρου. Για παράδειγμα, μπορούν να ευοδώσουν την ανάπτυξη μούχλας σε εσωτερικούς χώρους, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση των αναπνευστικών συμπτωμάτων σε άτομα με άσθμα ή / και αλλεργική ρινίτιδα και να δυσκολέψει τη διατήρηση επαρκούς ελέγχου άσθματος.