[vc_row][vc_column][vc_column_text]Οι αλλεργίες όπως το άσθμα, η ρινίτιδα, το έκζεμα, η τροφική αλλεργία, η φαρμακευτική αλλεργία και η αλλεργία σε τσιμπήματα εντόμων είναι οι συχνότερες χρόνιες ασθένειες στην Ευρώπη. Περισσότεροι από 60 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από κάποια αλλεργία. Οι αλλεργίες, μπορούν να διαχωριστούν σε δύο κατηγορίες: σε αυτές που προκαλούνται από το αντίσωμα IgE και σε εκείνες χωρίς IgE. Το άρθρο αυτό ασχολείται με την πρώτη κατηγορία.
Στις IgE αλλεργίες, υπάρχει απότομη έναρξη των συμπτωμάτων μετά την έκθεση σε ένα αλλεργιογόνο (συνήθως από ζώο ή φυτό). Εμφανίζεται σε ανθρώπους, που έχουν στο αίμα τους αντισώματα που ονομάζονται ανοσοσφαιρίνες Ε(IgE) και οι οποίες ενώνονται με το αλλεργιογόνο. Τα συμπτώματα που εμφανίζονται εξαρτώνται από το όργανο που προσβάλλεται και μπορεί να εμφανιστεί από το δέρμα: φαγούρα, κοκκινίλα, εξάνθημα, πρήξιμο, από το αναπνευστικό: σφύριγμα/δύσπνοια, από τη μύτη: μπούκωμα και φτερνίσματα, από τα μάτια: φαγούρα και δάκρυσμα, από το γαστρεντερικό: εμετός, διάρροια και πόνος στη κοιλιά και τέλος από την καρδιά: ζαλάδα, ταχυκαρδία και λιποθυμία.
Με παρόμοια συμπτώματα όμως, μπορεί να εμφανιστούν και άλλες αρρώστιες. Αν και το ιστορικό μιας προηγούμενης αντίδρασης είναι ο καλύτερος τρόπος για τη διάγνωση της αλλεργίας, η γνώση πως ο ασθενής έχει IgE αντισώματα απέναντι στο αλλεργιογόνο, μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς για μια καλύτερη διάγνωση. Οι γιατροί χρησιμοποιούν ειδικά τέστ (Δερματικές Δοκιμασίες δια Νυγμού - ΔΔΝ) και μετράνε επίσης τα IgE αντισώματα στο αίμα. Οι ΔΔΝ μπορεί να παρέχουν άμεση πληροφορία για την ύπαρξη IgE απέναντι σε συγκεκριμένο αλλεργιογόνο. Για τη δοκιμασία με τα ειδικά αντισώματα IgE στο αίμα του ασθενή, το δείγμα πρέπει να σταλεί στο εργαστήριο με συνέπεια τα αποτελέσματα να καθυστερούν.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα των παραπάνω τεστ, είναι ότι ακόμα και αν βγουν θετικά δε σημαίνουν σίγουρα κλινική αλλεργία. Κάποιοι άνθρωποι έχουν ειδικά IgE αντισώματα χωρίς να έχουν αλλεργία. Έτσι οι δοκιμασίες αυτές καλό είναι να ονομάζονται τεστ ευαισθητοποίησης IgE παρά ‘αλλεργικά τεστ’. Οι ΔΔΝ και οι ειδικές IgE του ορού, όταν χρησιμοποιούνται από εκπαιδευμένους κλινικούς ιατρούς, είναι πολύ χρήσιμες για τη διάγνωση της κλινικής αλλεργίας και την ανεύρεση του υπεύθυνου αλλεργιογόνου, αλλά πάντα με βάση το κλινικό ιστορικό.
Παραδοσιακά, τα αποτελέσματα των ΔΔΝ και των ειδικών IgE θεωρούνται θετικά ή αρνητικά αναλόγως αν είναι πάνω ή κάτω από μια συγκεκριμένη τιμή. Τυπικά, διάμετρος εξανθήματος ≥3 mm για τις ΔΔΝ και τιμή ≥ 0.35 ku/L ειδικής IgE θεωρούνται θετικές δοκιμασίες. Αλλά ο ασθενής με διάμετρο εξανθήματος 3mm ή αποτέλεσμα ειδικής IgE 0.35 kU/L σε ένα τρόφιμο έχει μόλις 50% πιθανότητα να είναι αλλεργικός. Επιπλέον, άλλος ασθενής με αρνητικές ΔΔΝ και ειδικές IgE μπορεί να έχει αλλεργία σε τρόφιμο με πιθανότητα μόλις 10%. Έτσι, όταν οι ΔΔΝ και οι ειδικές IgE θεωρούνται σαν ‘αλλεργικά τεστ’ παρά σαν τεστ ύπαρξης αντισωμάτων IgE (ευαισθητοποίησης), μπορεί να τίθεται λανθασμένη διάγνωση και ασκόπως να αποφεύγεται κάποιο αλλεργιογόνο, είτε να επιτρέπεται κακώς η έκθεση σε αυτό με κίνδυνο αλλεργικής αντίδρασης.
Πλέον γνωρίζουμε πως η ερμηνεία των ΔΔΝ ή των ειδικών IgE αλλάζει ανάλογα με το ιστορικό του ασθενή. Αυτό είναι σημαντικό για τους ιατρούς να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα που συνδέονται με την αλλεργική αντίδραση ή άλλες συνοδές παθήσεις (λ.χ. έκζεμα) που μπορεί να έχει ο ασθενής. Επιπλέον, ασθενείς διαφορετικών ηλικιών, εθνικοτήτων και από διαφορετικά μέρη του κόσμου έχουν διαφορετική τάση στο να έχουν θετικές δερματικές δοκιμασίες ή ειδικές IgE. Τέλος, κάποιοι συμπαράγοντες όπως η άσκηση, το άγχος, οι λοιμώξεις και τα φάρμακα κάνουν πιο επιρρεπείς κάποιους ασθενείς στο να εμφανίσουν αλλεργική αντίδραση.
Χρησιμοποιώντας πολύπλοκα μαθηματικά μοντέλα, είναι πιθανό να αναπτυχθούν προγράμματα, που να προβλέπουν την πιθανότητα να είναι κάποιος αλλεργικός, με βάση τα αποτελέσματα των ΔΔΝ, των ειδικών IgE και του κλινικού ιστορικού. Αυτή η προσέγγιση, δίνει τη δυνατότητα στους κλινικούς ιατρούς, να χρησιμοποιούν τις δοκιμασίες ευαισθητοποίησης IgE προς διάγνωση ή αποκλεισμό της αλλεργίας. Αυτό, ίσως μειώσει την ανάγκη για τη διενέργεια προκλήσεων ώστε να τεθεί μια οριστική διάγνωση. Ο τρέχων περιορισμός αυτής της μαθηματικής προσέγγισης, είναι πως πρέπει να γνωρίζουμε πως ισχύει για διαφορετικές παραμέτρους. Μελέτες για αυτή την αξιολόγηση βρίσκονται σε εξέλιξη.
Η γνώση μας γύρω από την αλλεργία και τη σχέση μεταξύ των ΔΔΝ και των ειδικών IgE έχει βελτιωθεί και έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε καλύτερα τις δοκιμασίες ευαισθητοποίησης IgE. Επίσης γνωρίζουμε πόσο αλλάζει η σημασία τους αναλόγως των διαφορετικών συμπτωμάτων και των χαρακτηριστικών του εκάστοτε ασθενή. Αυτό θα βοηθήσει τους γιατρούς για μια πιο ακριβή διάγνωση ή αποκλεισμό της κλινικής αλλεργίας.[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]